- Ἕλληνος
- Ἕλληνthe Thessalian tribe of which Hellen was the reputed chiefmasc/fem gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ελληνική Νομαρχία — Τίτλος του ωριμότερου, ίσως, πολιτικού δοκιμίου που προσέφερε ο ελληνικός Διαφωτισμός. Εκδόθηκε ανώνυμα το 1806, σε κάποια πόλη της Ιταλίας ή στο Άμστερνταμ. Ο πλήρης τίτλος του, ενδεικτικός του περιεχομένου και του ύφους του βιβλίου, είναι ο… … Dictionary of Greek
Mario Vitti — (griechisch Μάριο Βίττι; * 1926 in Konstantinopel) ist ein italienischer Neogräzist und emeritierter Professor für Neogräzistik der Università della Tuscia in Viterbo, Italien. Mütterlicherseits ist Vitti griechischer Herkunft, in der… … Deutsch Wikipedia
Heleno — ► adjetivo 1 De la Grecia antigua o del actual estado europeo. SINÓNIMO griego ► sustantivo 2 Persona natural de este antiguo país o del actual estado. SINÓNIMO griego * * * heleno, a (del gr. «Héllēn, Héllēnos») adj. y n. Griego antiguo. ⊚ (cult … Enciclopedia Universal
Витти, Марио — Марио Витти (ит. Mario Vitti род. 1926 Константинополь) итальянский исследователь новой греческой филологии, почётный профессор новой греческой филологии Университета Tuscia в Витербо, Италия. Содержание 1 Биография 2 Работы … Википедия
PHTHIUS — Achaei fil. Hellenis pater, ex Chrysippe Iri filiâ, Stephanus de urbe Hellade Thessal. ἐκτίςθη ὑπὸ Ἕλληνος, οὐ τοῦ Δευκαλίωνος, ἀλλὰ τοῦ Φθίου καὶ Χρυσίππης τῆς Ἴρου, Condita est ab Hellene, non Deucalionis, sed Phthii et Chrysippae, Irô genitae … Hofmann J. Lexicon universale
Τεύταμος — Μακεδόνας στρατηγός επίλεκτου σώματος αργυρασπίδων. Στον πόλεμο μεταξύ του Ευμένη και του Αντίγονου, πήρε μέρος με τον πρώτο. Το 316 π.Χ. όμως άλλαξε στρατόπεδο και παρέδωσε ζωντανό τον Ευμένη στον αντίπαλό του. Από τότε χάνονται και τα ίχνη του … Dictionary of Greek
διαφωτισμός — Ιδεολογικό και πολιτιστικό κίνημα του 18ου αι., που επεκτάθηκε σχεδόν σε όλους του κύκλους των πνευματικών ανθρώπων της Ευρώπης, αλλά είχε τα κέντρα ακτινοβολίας του και τους σημαντικότερους εκπροσώπους του αρχικά στην Αγγλία και αργότερα κυρίως… … Dictionary of Greek
επίκληση — η (AM ἐπίκλησις) [επικαλώ] έκκληση για βοήθεια, παράκληση για συνδρομή με προσευχή, ικεσία, επίκληση τού ονόματος («ἐπίκλησις δαιμόνων», Δίων Κάσσ.) μσν. κατά τη θεία λειτουργία η αναφορά τού ονόματος τού προσώπου που τιμάται αρχ. 1. παρατσούκλι … Dictionary of Greek
ζυγός — Συσκευή με την οποία μπορούμε να κρίνουμε την ισορροπία μεταξύ μιας γνωστής δύναμης και μιας άγνωστης για να οδηγηθούμε έτσι από τη γνώση του μεγέθους της μίας στον προσδιορισμό του μεγέθους της άλλης. Με την πιο κοινή έννοια, στον όρο ζ.… … Dictionary of Greek
τράχηλος — Οικισμός (υψόμ. 10 μ.), στην πρώην επαρχία Κισσάμου, του νομού Χανίων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γραμβούσης. * * * ο, ΝΜΑ, και δωρ. τ. τράχαλος και ετερόκλιτος τ. πληθ. τράχηλα τὰ, Α 1. το στενό και κυλινδρικό τμήμα τού σώματος το οποίο… … Dictionary of Greek